ἀνθύπατος — proconsul masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθύπατος — Διοικητικό αξίωμα της αρχαίας Ρώμης που το ασκούσε αυτός που αντικαθιστούσε τον ύπατο. Το αξίωμα αυτό το καθιέρωσε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Νάπολης, το 326 π.Χ., ο Κόιντος Πόπλιος Φίλων, που ήταν ύπατος εκείνο τον χρόνο. Επειδή η… … Dictionary of Greek
ἀνθυπάτω — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθύπατον — ἀνθύπατος proconsul masc/fem acc sg ἀνθύπατος proconsul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπάτοιο — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπάτοις — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπάτου — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπάτους — ἀνθύπατος proconsul masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπάτων — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπάτῳ — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθύπατε — ἀνθύπατος proconsul masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)